- επικοινωνία
- communication
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
επικοινωνία — η (Α ἐπικοινωνία) [επικοινωνώ] κάθε είδους επαφή, επιμιξία, συνάφεια, μεταξύ ατόμων, λαών, χωρών κ.λπ., αμοιβαιότητα σχέσεων νεοελλ. 1. συγκοινωνία 2. η επαφή με συγγραφείς τού παρελθόντος με τη μελέτη τών έργων τους 3. (στον πνευματισμό)… … Dictionary of Greek
επικοινωνία — η 1. συνάφεια, σχέση, επαφή (σε υλικό, ηθικό ή πνευματικό πεδίο) μεταξύ ατόμων, λαών, χωρών κτλ. 2. η επαφή με (μεγάλους) συγγραφείς που γίνεται με την ανάγνωση των έργων τους. 3. το σύστημα διακίνησης πληροφοριών, αναφορών και εντολών σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικοινωνία, μαζική — Όρος που προέρχεται από την αμερικανική έκφραση mass communication και υποδηλώνει τη χρήση των μέσων αναμετάδοσης και διάδοσης που διαθέτει η σύγχρονη τεχνολογία για την παροχή ειδήσεων και πληροφοριών κάθε είδους σε διαρκώς ευρύτερο κοινό.… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
μεσοκοιλιακή επικοινωνία — Τρύπα στο διάφραγμα ανάμεσα στις δύο κοιλίες της καρδιάς. Αποτελεί την πιο συνηθισμένη συγγενή ανωμαλία της καρδιάς … Dictionary of Greek
μεσοκολπική επικοινωνία — Τρύπα στα τοιχώματα ανάμεσα στους δύο κόλπους της καρδιάς … Dictionary of Greek
ἐπικοινωνίας — ἐπικοινωνίᾱς , ἐπικοινωνία interrelation fem acc pl ἐπικοινωνίᾱς , ἐπικοινωνία interrelation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοινωνίαν — ἐπικοινωνίᾱν , ἐπικοινωνία interrelation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… … Dictionary of Greek
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek